πετρηγενής

πετρηγενής
-ές, Α
γεννημένος μέσα στις πέτρες («πετρηγενέες τε μυΐσκοι», Αντίπ. Σιδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -γενής (< γένος) κατά τα πετρηρεφής, πετρήρης κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετρηγενέες — πετρηγενής rock born masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”